αναγκαστος

αναγκαστος
    ἀναγκαστός
    3
    вынужденный, принужденный Her.
    

ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. — внесенные в список военнообязанных


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναγκαστος" в других словарях:

  • ἀναγκαστός — forced masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγκαστός — ή, ό (Α ἀναγκαστός, ή, όν) [ἀναγκάζω] αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός αρχ. αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀναγκαστά — ἀναγκαστός forced neut nom/voc/acc pl ἀναγκαστά̱ , ἀναγκαστός forced fem nom/voc/acc dual ἀναγκαστά̱ , ἀναγκαστός forced fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστῶν — ἀναγκαστός forced fem gen pl ἀναγκαστός forced masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστόν — ἀναγκαστός forced masc acc sg ἀναγκαστός forced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστοί — ἀναγκαστός forced masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστούς — ἀναγκαστός forced masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστῆς — ἀναγκαστός forced fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστῇ — ἀναγκαστός forced fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστή — ἀναγκαστός forced fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαστήν — ἀναγκαστός forced fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»